βελονάς
From LSJ
ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned
Greek Monolingual
ο (θηλ. βελονού, η)
αυτός που κατασκευάζει ή πουλάει βελόνες.
ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned
ο (θηλ. βελονού, η)
αυτός που κατασκευάζει ή πουλάει βελόνες.