Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
ἀερόφοιτος, -ον (Α)αυτός που προχωρεί διά μέσου του αέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + φοιτῶ].