άβρωτος

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487

Greek Monolingual

ἄβρωτος, -ον (Α)
1. ο ακατάλληλος για φάγωμα
2. (με παθ. σημ.) αυτός που δεν φαγώθηκε, αφάγωτος
3. (με ενεργ. σημ.) αυτός που δεν έχει φάει, αφάγωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + βρωτός < βιβρώσκω.