ακυρολογικός
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
Greek Monolingual
-ή, -ό ακυρολογία
αυτός που αναφέρεται στην ακυρολογία.
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
-ή, -ό ακυρολογία
αυτός που αναφέρεται στην ακυρολογία.