ακυρολογικός

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό ακυρολογία
αυτός που αναφέρεται στην ακυρολογία.