δαιμονολόγος
Greek Monolingual
ο
αυτός που ασχολείται με τη δαιμονολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων (-ονος) + -λόγος < λέγω. Η λ. μαρτυρείται το 1897 από τον Άγγελο Βλάχο στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν].
ο
αυτός που ασχολείται με τη δαιμονολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων (-ονος) + -λόγος < λέγω. Η λ. μαρτυρείται το 1897 από τον Άγγελο Βλάχο στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν].