δαιμονολόγος

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
αυτός που ασχολείται με τη δαιμονολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων (-ονος) + -λόγος < λέγω. Η λ. μαρτυρείται το 1897 από τον Άγγελο Βλάχο στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν].