γεώμηλο

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
1. η πατάτα, το φυτό Σολανό το κονδυλώδες
2. ο υπόγειος κόνδυλος του φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά του γαλλ. pomme de terrre. Η λ. μαρτυρείται από το 1828 στον Γρηγ. Παλαιολόγο].