δαφνηφορώ

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

δαφνηφορῶ (-έω) (Α) δαφνηφόρος
1. κρατώ δάφνινα κλαδιά ή στεφάνια («ἐδαφνηφόρει σύμπαςστρατός»)
2. είμαι στολισμένος με δάφνες («αἱ ῥάβδοι ἐδαφνηφόρουν»).