δαφνηφορώ
Greek Monolingual
δαφνηφορῶ (-έω) (Α) δαφνηφόρος
1. κρατώ δάφνινα κλαδιά ή στεφάνια («ἐδαφνηφόρει σύμπας ὁ στρατός»)
2. είμαι στολισμένος με δάφνες («αἱ ῥάβδοι ἐδαφνηφόρουν»).
δαφνηφορῶ (-έω) (Α) δαφνηφόρος
1. κρατώ δάφνινα κλαδιά ή στεφάνια («ἐδαφνηφόρει σύμπας ὁ στρατός»)
2. είμαι στολισμένος με δάφνες («αἱ ῥάβδοι ἐδαφνηφόρουν»).