δασονόμος

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source

Greek Monolingual

ο
δασικός υπάλληλος ο οποίος ασκεί διοικητικά και αστυνομικά καθήκοντα σε κάποια περιφέρεια του δασαρχείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + -νομος < νέμω. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στους Ελληνικούς Κώδικες].