Γερμανός
From LSJ
Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
Germano
I 1sobrino y general del emperador Justiniano, Iust.Nou.22.epíl.(p.186), Procop.Vand.2.16.1, 17.2, Goth.3.40.5, Men.Prot.5.1.3.
2 personaje de la Blemiomaquia identificado implícitamente con Aquiles Blemyom.75.
II 1topónimo del monte Palatino en Roma, Plu.Rom.3.
2 plu. οἱ Γερμανοί germanos pueblo que habitaba Germania, Posidon.73, Str.1.1.17, I.BI 1.672, 2.364, 376, Plu.Mar.11, D.P.285, 304, Hdn.4.7.3, D.C.71.3.5
•como adj. Σούγαμβροι Str.4.3.4, ἱππεῖς Hdn.4.13.6.
Greek Monolingual
ο (θηλ. Γερμανίδα, η) (AM Γερμανός)
αυτός που κατοικεί στη Γερμανία ή προέρχεται απ' αυτήν
νεοελλ.
όποιος έχει τη γερμανική υπηκοότητα.