υπηκοότητα

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218

Greek Monolingual

η, Ν
(νομ.) ο νομικός δεσμός που συνδέει ορισμένο πρόσωπο με ορισμένο κράτος, έτσι ώστε το πρόσωπο να θεωρείται του συνόλου λαός, που υποστασιοποιεί το κράτος, και πολίτης της οικείας πολιτείας («έχει ελληνική υπηκοότητα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπήκοος. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπηκοότης, μαρτυρείται από το 1831 στον Αν. Πολυζωίδη].