γκρέμισμα

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και γκρέμνισμα, το
1. ρίξιμο ή πέσιμο από γκρεμό
2. κατεδάφιση
3. ανατροπή, κατάλυση
4. πληθ. τα γκρεμίσματα
ερείπια, χαλάσματα, συντρίμμια.