κατάλυση

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source

Greek Monolingual

(AM κατάλυσις) καταλύω
1. κατάργηση, διάλυση, ανατροπήκατάλυση τών δημοκρατικών αρχών»)
2. αφανισμός, εξόντωση
3. εκκλ. άδεια χρήσεως ορισμένων τροφών σε ημέρες νηστείας
νεοελλ.
1. στρ. στάθμευση τμήματος στρατού, προσωρινή εγκατάσταση
2. χημ. η δράση κατά την οποία μια ουσία μεταβάλλει την ταχύτητα μιας χημικής αντίδρασης, αυξάνοντας ή ελαττώνοντάς την, χωρίς να φαίνεται ότι παίρνει μέρος στην αντίδραση
αρχ.
1. (για πόλεμο) κατάπαυση, ειρήνευση
2. η λύση διαφοράς
3. (για μέλη του σώματος) αδυναμία, ανικανότητα
4. τόπος για ανάπαυση
5. κατοικία
6. στον πληθ. αἱ καταλύσεις
τόποι για διαμονή
7. φρ. «καταλύσεως τοῦ δήμου γραφή» — η μήνυση που απευθυνόταν εναντίον καθενός που επιχειρούσε την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος.