ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
το (Μ δαμάκιν)
Ι. μικρή ποσότητα, μικρό κομμάτι
νεοελλ.
τμήμα αγρού σε πλαγιά λόφου που έχει ισοπεδωθεί
II. (ως επίρρ.) δαμάκι (Μ δαμάκιν)
λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (μσν. επίρρ.) δαμί(ν) «λίγο, λιγάκι» + (κατάλ.) -άκι(ν)].