δαμάκι

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source

Greek Monolingual

το (Μ δαμάκιν)
Ι. μικρή ποσότητα, μικρό κομμάτι
νεοελλ.
τμήμα αγρού σε πλαγιά λόφου που έχει ισοπεδωθεί
II. (ως επίρρ.) δαμάκι (Μ δαμάκιν)
λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (μσν. επίρρ.) δαμί(ν) «λίγο, λιγάκι» + (κατάλ.) -άκι(ν)].