δαφνούλα
From LSJ
Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν ἀνθρώποις τέχνη → Ars est hominibus portus infortunii → Vor Unglück bietet Menschen Zuflucht Kunstverstand
Greek Monolingual
η
1. μικρή δάφνη
2. αγαπημένη δάφνη («και συ δαφνούλα ελληνική, φυλλόχλωρη δαφνούλα»)
3. η πικροδάφνη.