δαφνούλα

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278

Greek Monolingual

η
1. μικρή δάφνη
2. αγαπημένη δάφνη («και συ δαφνούλα ελληνική, φυλλόχλωρη δαφνούλα»)
3. η πικροδάφνη.