Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
ἀμφιδύω (ΑΜ) δύω
μσν.
ενεργ. περιβάλλω κάποιον με ενδύματα, τον ντύνω
αρχ.
μέσ. περιβάλλομαι με ενδύματα, ντύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + αρχ. δύω «ντύνω, φορώ»].