δηλητηριαστής
Greek Monolingual
ο (θηλ. δηλητηριάστρια, η)
αυτός που δηλητηριάζει, που προξενεί βλάβη ή που σκοτώνει με δηλητήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δηλητηριάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Ειρηναίο Ασώπιο].
ο (θηλ. δηλητηριάστρια, η)
αυτός που δηλητηριάζει, που προξενεί βλάβη ή που σκοτώνει με δηλητήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δηλητηριάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Ειρηναίο Ασώπιο].