διαπόμπευση
From LSJ
ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend
Greek Monolingual
η (Μ διαπόμπευσις, -εως) διαπομπεύω
1. ατιμωτική περιφορά ατόμου για χλευασμό, διασυρμός
2. δημόσια επικριτική έκθεση, γραπτή ή προφορική, τών παραπτωμάτων ή τών αδυναμιών ενός ατόμου.