διαπόμπευση
From LSJ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
Greek Monolingual
η (Μ διαπόμπευσις, -εως) διαπομπεύω
1. ατιμωτική περιφορά ατόμου για χλευασμό, διασυρμός
2. δημόσια επικριτική έκθεση, γραπτή ή προφορική, τών παραπτωμάτων ή τών αδυναμιών ενός ατόμου.