εἰκοσάγωνος

Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

ον,

   A having twenty angles: τὸ εἰ. Iamb.VP34.247.

German (Pape)

[Seite 727] zwanzigeckig, Iambl. v. Pyth. 34, εἰκοστάγωνος f. l.

Spanish (DGE)

-ον
geom. que tiene veinte ángulos subst. τὸ εἰ. icoságono n. dado por los pitagóricos al dodecaedro Iambl.VP 247.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM εἰκοσάγωνος, -ον)
1. αυτός που έχει είκοσι γωνίες
2. το ουδ. ως ουσ. το εικοσάγωνο(ν)
γεωμετρικό σχήμα με είκοσι γωνίες.