εκατομμυριούχος

Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που έχει περιουσία ή ρευστό χρήμα αξίας ενός ή περισσότερων εκατομμυρίων
2. ο πάρα πολύ πλούσιος, ο βαθύπλουτος.