εκβιαστής

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543

Greek Monolingual

ο (θηλ. εκβιάστρια, η) (Α ἐκβιαστής)
νεοελλ.
1. αυτός που επιδιώκει ή πετυχαίνει κάτι με εκβιασμό
2. αυτός που παίρνει χρήματα με εκβιασμό.