διηγηματογράφος
Greek Monolingual
ο
αυτός που γράφει διηγήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. novelliste) Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικό Ελληνικής γλώσσης του Αντ. Ν. Γιάνναρη].
ο
αυτός που γράφει διηγήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. novelliste) Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικό Ελληνικής γλώσσης του Αντ. Ν. Γιάνναρη].