δαιμονόλιθος
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
Greek Monolingual
δαιμονόλιθος, ο (Μ)
1. λίθος που προέρχεται από δαίμονες, που έχει δαιμονικές ιδιότητες
2. λίθος μαύρου χρώματος.