δαιμονόλιθος

From LSJ

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source

Greek Monolingual

δαιμονόλιθος, ο (Μ)
1. λίθος που προέρχεται από δαίμονες, που έχει δαιμονικές ιδιότητες
2. λίθος μαύρου χρώματος.