χρυσοπλόκαμος

Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

ον,

   A goldenhaired, h.Ap.205, Tim.Pers.138.

German (Pape)

[Seite 1381] mit goldenen Locken, goldlockig, H. h. Ap. 205.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοπλόκᾰμος: -ον, ὁ ἔχων χρυσοῦς πλοκάμους, Ὕμν. Ὀμ. εἰς Ἀπόλλ. 205.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux boucles ou aux tresses d’or.
Étymologie: χρυσός, πλόκαμος.

Greek Monolingual

-η, -ο / χρυσοπλόκαμος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει χρυσούς πλοκάμους, χρυσομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + πλόκαμος «πλεξούδα» (πρβλ. ὀφιο-πλόκαμος)].