ψηφηφόρος
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
German (Pape)
[Seite 1397] sp. Form von ψηφοφόρος, Lob. zu Phryn. p. 652.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. ψηφοφόρος.