ψιλόβροχο
From LSJ
Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά → Ad prava saepe impellit iracundia → Es zwingt der Zorn dazu, viel Hässliches zu tun
Greek Monolingual
το, Ν
(μετεωρ.) τύπος κατακρημνίσματος με τη μορφή πολλών λεπτών σταγονιδίων νερού, τα οποία πέφτουν αιωρούμενα στην ατμόσφαιρα, αλλ. ψιχάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο- + -βρόχο (< βροχή)].