ψιλόβροχο

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά → Ad prava saepe impellit iracundia → Es zwingt der Zorn dazu, viel Hässliches zu tun

Menander, Monostichoi, 429

Greek Monolingual

το, Ν
(μετεωρ.) τύπος κατακρημνίσματος με τη μορφή πολλών λεπτών σταγονιδίων νερού, τα οποία πέφτουν αιωρούμενα στην ατμόσφαιρα, αλλ. ψιχάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο- + -βρόχο (< βροχή)].