ψιλήτης

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520

German (Pape)

[Seite 1399] ὁ, gew. im plur. οἱ ψιλῆται, = οἱ ψιλοί, die leichten Truppen, Sp.

Greek Monolingual

και ψιλίτης, -ου, ὁ, Μ
στρατιώτης ελαφρά οπλισμένος («τοὺς γυμνῆτας ὠνόμασαν
οἷς ὁμόστιχοι καὶ οἱ κοινῶς μὲν ψιλοί, κοινότερον δὲ ψιλῆται», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ψιλής, -ῆος, με κατάλ. -της, ενώ ο τ. ψιλῖται κατά το ὁπλίται].