ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
και ασυναίρ. τ. ψοφολογάω, Ν(υποτιμητικά)1. είμαι ετοιμοθάνατος2. κοιμούμαι πολύ βαριά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψόφος (II) + -λογώ].