ψυχοπαίδι

Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
1. (νομ.) παιδί που βρίσκεται στην ανώνυμη νομικά πραγματική κατάσταση συντήρησης και ανατροφής του από ξένη οικογένεια, έναντι προσφοράς σε αυτήν βοήθειας σε οικιακές, κυρίως, εργασίες
2. (γενικά) θετό παιδί, παραπαίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + παιδί].