το, Ν
1. (νομ.) παιδί που βρίσκεται στην ανώνυμη νομικά πραγματική κατάσταση συντήρησης και ανατροφής του από ξένη οικογένεια, έναντι προσφοράς σε αυτήν βοήθειας σε οικιακές, κυρίως, εργασίες
2. (γενικά) θετό παιδί, παραπαίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + παιδί].