ωραιοκόμος

Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που επιμελείται τον καλλωπισμό προσώπου ή πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὡραῖος + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. βρεφο-κόμος].