ωνοφύλαξ
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
-ακος, ὁ, Α
πιθ. φύλακας τών συμβολαίων πώλησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦνος (Ι) + φύλαξ.