ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself
ἐννιτρόγεως, -ων (Α)αυτός που έχει γη εμποτισμένη με νίτρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + νίτρον + -γεως < γη].