εννεάφωνος
From LSJ
Ψευδὴς διαβολὴ τὸν βίον λυμαίνεται → Vitam dissociat mentiens calumnia → Verlogene Verleumdung bringt dem Leben Schmach
Greek Monolingual
ἐννεάφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει εννέα μουσικούς φθόγγους («ἐννεάφωνος σῡριγξ», Θεόκρ.).