ἐννεάφωνος
Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein
English (LSJ)
ἐννεάφωνον, = ἐννεάφθογγος (of nine notes), σῦριγξ Theoc. 8.18.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 de nueve sones σῦριγξ Theoc.8.18, 21.
2 subst. τὸ ἐ. dud. nueve voces n. de un ritual consistente en sacrificar tres grupos de tres animales (v. τρίφωνον) para expiar un pecado NDLydia 70.14 (II d.C.).
German (Pape)
[Seite 847] neunstimmig, Theocr. 8, 18.
Russian (Dvoretsky)
ἐννεάφωνος: девятиголосый, т. е. девятиствольный (σύριγξ Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐννεάφωνος: -ον, = ἐννεάφθογγος, Θεόκρ. 8. 18.
Greek Monolingual
ἐννεάφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει εννέα μουσικούς φθόγγους («ἐννεάφωνος σῡριγξ», Θεόκρ.).
Greek Monotonic
ἐννεάφωνος: ον, (φωνή) = ἐννεάφθογγος, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
ἐννεά-φωνος, ον φωνή = ἐννεάφθογγος, Theocr.]