αγελαδοβοσκός
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
Greek Monolingual
και γελαδοβοσκός, ο
βοσκός αγελάδων, αγελαδάρης.
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
και γελαδοβοσκός, ο
βοσκός αγελάδων, αγελαδάρης.