ἑτεροπλατής

Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

ές,

   A with unequal sides, of beams, Apollod. Poliorc.161.12:

German (Pape)

[Seite 1049] ές, von ungleicher Fläche, Mathem.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροπλᾰτής: -ές, ἔχων ἄνισον πλάτος, Ἀπολλ. Πολιορκ. 26.

Greek Monolingual

ἑτεροπλατής, -ές (Α)
αυτός που έχει άνισο πλάτος («δύο ξύλα τετράγωνα ἑτεροπλατῆ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -πλατής (< πλάτος), πρβλ. α-πλατής].