ἑτεροπλατής
English (LSJ)
ές,
A with unequal sides, of beams, Apollod. Poliorc.161.12:
German (Pape)
[Seite 1049] ές, von ungleicher Fläche, Mathem.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτεροπλᾰτής: -ές, ἔχων ἄνισον πλάτος, Ἀπολλ. Πολιορκ. 26.
Greek Monolingual
ἑτεροπλατής, -ές (Α)
αυτός που έχει άνισο πλάτος («δύο ξύλα τετράγωνα ἑτεροπλατῆ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -πλατής (< πλάτος), πρβλ. α-πλατής].