ἑρματικός

Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

ή, όν,

   A on a firm base, κράββατος PGen.68.10 (iv A. D.).

Greek Monolingual

ἑρματικός, -ή, -ό (Α) έρμα
αυτός που στέκεται σε στερεή βάση, στερεός, βέβαιος, ασφαλής.