ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
γούρμασμα, γούρμος κ.λπ.βλ. ωριμάζω, ωρίμασμα, ώριμος κ.λπ.