ἐπιληστικός

Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 958] ή, όν, vergessen machend, auch vergeßlich, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιληστικός: -ή, -όν, λησμονῶν, Εὐστ. Πονημ. 117. 79.

Greek Monolingual

ἐπιληστικός, -ή, -όν (Μ)
αυτός που λησμονεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ληστικός (< λήστις «λησμονιά» < λαθ-τις, τ. που εμφανίζει το αορ. θ. λαθ- του ρ. λανθάνω. Πρβλ. αόρ. β’ έ-λαθ-ον)].