ἐπιληστικός
German (Pape)
[Seite 958] ή, όν, vergessen machend, auch vergeßlich, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιληστικός: -ή, -όν, λησμονῶν, Εὐστ. Πονημ. 117. 79.
Greek Monolingual
ἐπιληστικός, -ή, -όν (Μ)
αυτός που λησμονεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ληστικός (< λήστις «λησμονιά» < λαθ-τις, τ. που εμφανίζει το αορ. θ. λαθ- του ρ. λανθάνω. Πρβλ. αόρ. β’ έ-λαθ-ον)].