αιγοκέφαλος
From LSJ
Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt
Greek Monolingual
ο (Α αἰγοκέφαλος)
νεοελλ.
ως επίθ. γιδοκέφαλος, κατσικοκέφαλος
αρχ.
ως ουσ., ίσως το είδος κουκουβάγιας Strix otus.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ, αἰγὸς + κεφαλή.