αιγοκέφαλος
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
Greek Monolingual
ο (Α αἰγοκέφαλος)
νεοελλ.
ως επίθ. γιδοκέφαλος, κατσικοκέφαλος
αρχ.
ως ουσ., ίσως το είδος κουκουβάγιας Strix otus.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴξ, αἰγὸς + κεφαλή.