αιγοκέφαλος

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

ο (Α αἰγοκέφαλος)
νεοελλ.
ως επίθ. γιδοκέφαλος, κατσικοκέφαλος
αρχ.
ως ουσ., ίσως το είδος κουκουβάγιας Strix otus.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴξ, αἰγὸς + κεφαλή.