οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen
εὔκλαδος, -ον (Α)αυτός που έχει πολλούς και ωραίους κλάδους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλάδος.