ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly
εὔκλαδος, -ον (Α)αυτός που έχει πολλούς και ωραίους κλάδους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλάδος.