ευμετάβολος
From LSJ
ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐμετάβολος, -ον)
1. ο ευμετάβλητος («τὰ βέβαια ταῡτα ἤθη καὶ οὐκ εὐμετάβολα», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το ευμετάβολο(ν)
η ευμεταβλησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-βολή (< μεταβάλλω)].