ευφωνικός

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευφωνία, που συμβάλλει, που συντελεί ώστε να δημιουργηθεί ευφωνία («το ευφωνικόν»).
επίρρ...
ευφωνικώς και -ά
με ευφωνία, χάριν ευφωνίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εύφωνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Χ. Παπανικολάου].