αιμόσταση

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source

Greek Monolingual

και αιμοστασία η (Α αἱμόστασις)
νεοελλ.
αυτόματη ή προκλητή επίσχεση αιμορραγίας
αρχ.
1. μέσο χρησιμοποιούμενο για την επίσχεση της αιμορραγίας
2. ορισμένο φυτό που χρησιμοποιούνταν ως στυπτικό για την επούλωση πληγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + -στασις < ἵστημι
ο νεώτερος όρος αιμοστασία είναι απόδοση στα Ελληνικά του γαλλ. stagnation de sang].