αισχροπλόκος
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
-ον
αυτός που πλέκει, που σχεδιάζει ή γράφει αισχρότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αισχρὸς + -πλοκος < πλέκω.
ΠΑΡ. αισχροπλοκία].